πανουκλιάρης, -α, -ικο

πανουκλιάρης, -α, -ικο
αυτός που έπαθε πανούκλα, ο άρρωστος από πανούκλα: Όλοι οι πανουκλιάρηδες νοσηλεύονται σε ειδικό νοσοκομείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανουκλιάρης — α, ικο 1. ο προσβεβλημένος από πανούκλα 2. ως ουσ. μτφ. άσχημος και μοχθηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανούκλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”